- γανύσκομαι
- γᾰνύσκομαι, Dep.,A = γάνυμαι, Them.Or.2.26d, 21.254c: c. gen.,
γ. τοῦ τόπου Socr.Ep.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γ. τοῦ τόπου Socr.Ep.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγανύσκομαι — Α χαίρομαι και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γανύσκομαι «λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek